Hαναπηρία ως κατάσταση εξισώνεται με διαφορετικότητα, ως προς αυτό που μία κοινωνία αντιλαμβάνεται κανονικό. Τοιουτοτρόπως ως άτομα με αναπηρίες νοούνται τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή αισθητηριακές δυσχέρειες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, ιδίως θεσμικά, περιβαλλοντικά ή εμπόδια κοινωνικής συμπεριφοράς, δύνανται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων αυτών στην κοινωνία και επί ισότιμης βάσης με τους άλλους. [1]

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας [2] , ότι η αναπηρία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κάθε ανθρώπινης συνθήκης. Υπό αυτό το πρίσμα σχεδόν όλοι οι άνθρωποι τείνουν να βιώσουν ή έχουν βιώσει μόνιμη ή προσωρινή δυσλειτουργία σε κάποιο σημείο της υπαρκτικής τους κατάστασης. Ακόμη και τα άτομα με υψηλό προσδόκιμο ζωής και προοπτική αναπτυξιακής εξέλιξης μέχρι και την τρίτη ηλικία, έρχονται αντιμέτωπα με ολοένα αυξανόμενες και προβλεπόμενες δυσκολίες σε θέματα λειτουργικότητας ( ADL’s και iADL’s). Επιπλέον και όσο αφορά τις εκτεταμένες οικογένειες ανακύπτει μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν ένα δυσλειτουργικό ( ανάπηρο) μέλος, το οποίο να χρίζει φροντίδας από τα υπόλοιπα μέλη.

Κατά συνέπεια και αναλογικά με την εκάστοτε χρονική περίοδο, προκύπτει ένα εξ ορισμού ηθικό και πολιτικό ζήτημα: ποιος είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος συμπερίληψης και ουσιαστικής υποστήριξης των ατόμων με αναπηρίες. Επιπλέον η προβληματική αυτή αποκτά επιτακτικότερο χαρακτήρα, ενόσω τα δημογραφικά δεδομένα των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων αλλάζουν, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα αύξηση του προσδόκιμου ζωής.

Επιπρόσθετα και βάσει ιστορικής ανασκόπησης, η διαχείριση ζητημάτων που συνδέονταν με την αναπηρία, αντανακλούσαν παρεμβάσεων που σε πρακτικό και ουσιαστικό επίπεδο επέτειναν το διαχωρισμό των ατόμων αυτών από το κοινωνικό σύστημα (λχ. ιδρυματοποίηση ή μονομερής αντιμετώπιση όπως επιδοματική ενίσχυση).

Αναλόγως οι σύγχρονες τάσεις και πολυσήμαντες απαιτήσεις στοχεύουν σε κοινωνικές πολιτικές με βασικό στοιχείο αλληλεπιδραστικές προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν το σημείο των καιρών: ότι η δυσλειτουργία που εγκιβωτίζεται στη λέξη αναπηρία αφορά τόσο ένα δυσλειτουργικό περιβάλλον όσο και ένα ανάπηρο σώμα. (World Health Organization , 2015)

Αναφορικά με τα ελληνικά δεδομένα, παρά τις όποιες διεκδικήσεις του αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα και τις αμφιλεγόμενες προσπάθειες της πολιτείας ώστε να εντάξει τα άτομα με αναπηρία στην κοινωνική και εργασιακή ζωή, οι βασικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα έτη, ήταν αποσπασματικές ενώ καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από το παρωχημένο μοντέλο της ιατρικοποίησης, αναπαράγοντας επί της ουσίας συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. (Τζούφη,Μ. , 2017)

Πραγματικότητα δεν αποτελεί ότι το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα ασκεί σε μείζον βαθμό επιδοματική πολιτική με στόχο την οικονομική ενίσχυση των αναπήρων ατόμων και σε ελάσσονα βαθμό κοινωνική πολιτική υπό την έννοια της ουσιαστικής ένταξης των ατόμων αυτών στην κοινωνία. Εντούτοις η αδυναμία που διακρίνεται από πλευράς κρατικού μηχανισμού σε αυτό το δεύτερο σημείο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως βαθιά θεσμική αδυναμία.

Επομένως η ανελαστικότητα στη διαχείριση αυτών των ζητημάτων συνδέεται με το θεσμικό υπόβαθρο, την έλλειψη κουλτούρας και την αδιαφορία που επιδεικνύεται κατά καιρούς σε ζητήματα που αφορούν τα άτομα με δυσλειτουργία. Επίσης με την πλημμελή καθιέρωση ελεγκτικών πρακτικών για την παραβατικότητα πολιτών που με τη στάση τους επιφορτίζουν αρνητικά την πρόσβαση των ατόμων αυτών σε χώρους εντός της κοινότητας, αποστερώντας τους βασικά στοιχεία συνυφασμένα με την κοινωνική υγεία και αυτή καθαυτή την ποιότητα ζωής.

Η κοινωνική πολιτική για την περίπτωση της Ελλάδας είναι περισσότερο επιδοματική πολιτική και λιγότερο πολιτική αποκατάστασης και επανένταξης των αναπήρων ατόμων στην κοινωνία. Τοιουτοτρόπως η καταβολή επιδομάτων αποτελεί στοιχείο αναδιανεμητικής πολιτικής, γεγονός που σημαίνει ότι η χρηματοδότηση προκύπτει από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω της έμμεσης φορολογίας ( τους φόρους που συγκεντρώνονται μέσω της κατανάλωσης) και της άμεσης φορολογίας από τις εισφορές των μισθωτών και των συνταξιούχων, κοινωνικών ομάδων που αντικατοπτρίζουν κυρίως τα μεσαία και φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα.

Αναλόγως η παροχή επιδομάτων για τις περιπτώσεις των αναπήρων ατόμων επιτυγχάνεται μέσω του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και υπό τη διοικητική ευθύνη των Υπουργείων Εργασίας , Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Πρόνοιας, του Υπουργείου Υγείας και του Υπουργείου Οικονομικών ( που δύναται να χρηματοδοτεί δράσεις κοινωνικής προστασίας οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα).

Η δε εφαρμογή της επιδοματικής πολιτικής εγκαινιάστηκε υπό το νόμο Ν. 1904/51 «Περί προστασίας και αποκαταστάσεως των τυφλών», ενώ μέσω της Υπουργικής Απόφασης υπό το ΦΕΚ 306/73Β, η επιδοματική προστασία επεκτείνεται και στους κωφάλαλους. Το 1981 θεσπίζεται εξωιδρυματική οικονομική ενίσχυση για τους ανασφάλιστους τετραπληγικούς και ημιπληγικούς, ενώ το 1982 χορηγείται εισοδηματική ενίσχυση σε άτομα με βαριά νοητική υστέρηση, ηλικίας μέχρι 25 ετών, σε πάσχοντες με συγγενή αιμολυτική αναιμία ή συγγενή αιμορραγική διάθεση, σε ηλικιωμένους που τελούν υπό καθεστώς απόλυτης αναπηρίας και αιμοκαθαρόμενους νεφροπαθείς. Εν έτει 1984 η επιδοματική πολιτική του κράτους επεκτείνεται και στα άτομα με εγκεφαλική παράλυση ( ηλικίας μέχρι 18 ετών και ανεξάρτητα από την ασφαλιστική τους κάλυψη), ενώ ένα χρόνο αργότερα τίθεται σε εφαρμογή ανάλογο πρόγραμμα το οποίο δύναται να καλύψει ανασφάλιστα ή έμμεσα ασφαλιζόμενα άτομα με αναπηρία ηλικίας μέχρι 59 ετών.

Όπως γίνεται αντιληπτό και κατόπιν προσωπικού συλλογισμού, διαπιστώνεται ότι κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει πολλά κενά, τα οποία συνδέονται με την πλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, και δει ηλικιακών κριτηρίων, προκειμένου να λάβει κάποιος αιτών (υπό καθεστώς αναπηρίας), ένα αντίστοιχο για την περίπτωσή του επίδομα.

Ωστόσο και αναφορικά με τις σύγχρονες απαιτήσεις ιδρύονται τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α)[3] με βασικό σκοπό την διαπίστωση αναπηρίας ασφαλιζόμενων και ανασφαλίστων για το σύνολο οικονομικών και κοινωνικών μεταβιβάσεων. Είναι δε αλήθεια ότι η αρχική τους ιδιοσυστασία αμφισβητήθηκε λόγω γραφειοκρατικών παρεπόμενων και γι’ αυτό υπό το νόμο Ν.4331/02/07/2015 επιχειρήθηκαν μέτρα συναφή με την απλοποίηση και ανασυγκρότηση των διαδικασιών προς διευκόλυνση των εξυπηρετούμενων ΑΜΕΑ. (Καραγιάννη,Γ., 2017)

Βάσει των άνωθεν δεδομένων που αναφέρθηκαν ανακύπτει το ερώτημα αν τελικά η επιδοματική πολιτική που ασκεί το κράτος ωφελεί τα άτομα με αναπηρία και η απάντηση έχει ως εξής:

Καταρχήν θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος επί της ουσίας είναι ο σκοπός ενός κρατικού μηχανισμού που ασκεί επιδοματική πολιτική και αν αυτός δύναται να αποδώσει ποιοτικές σταθερές στα ωφελούμενα άτομα. Στην προκειμένη περίπτωση η καταβολή επιδομάτων από το ελληνικό κράτος, χωρίς αυτό να έχει λεχθεί ποτέ ωστόσο υπαινίσσεται, στοχεύει στο να αποσπάσει την εύνοια αυτής της ομάδας πολιτών, έναντι της εκάστοτε κυβέρνησης που χορηγεί επιδόματα και επομένως στην προσέλκυση ψήφων. Αν λάβουμε υπόψη ότι η ομάδα των αναπήρων για ένα κοινωνικό σύστημα αποτελεί ομάδα με ανομοιογενή χαρακτηριστικά ,υπό ένα ευρύ φάσμα πολυσήμαντων αναγκών, η επιδοματική αυτή ενίσχυση εκλαμβάνεται πολλές φορές από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους ως μία συνθήκη επαιτείας και ελεημοσύνης, καθεστώς που επιτείνει την ευπάθεια τους και ενδεχομένως προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα.

Από την άλλη πλευρά και στον αντίποδα της επιδοματικής πολιτικής δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στην ύπαρξη μίας σειράς προγραμμάτων που αποσκοπούν στην ολιστική κατοχύρωση των αναπήρων ατόμων και με σκοπό την προώθηση της ανεξάρτητης διαβίωσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θεσμοθέτηση ίδρυσης και λειτουργίας των στεγών αυτόνομης, ημιαυτόνομης και υποστηριζόμενης διαβίωσης [4] σε συνεργασία με την εκάστοτε τοπική αυτοδιοίκηση. Ωστόσο θεωρείται ότι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο χρίζει ριζικής αναθεώρησης, ώστε να δύναται να ανταποκριθεί στη σύγχρονη αντίληψη περί αναπηρίας και των ακολούθων οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων.

Σε τελική ανάλυση και στα πλαίσια αντιπρότασης, ενδεχομένως θα ήταν σκόπιμο να διαφοροποιηθεί και η ίδια η επιδοματική πολιτική αλλά και ο τρόπος διεξαγωγής της. Δηλαδή στο βαθμό που μία τέτοια πρακτική είναι πρόσφορη θα μπορούσε να ευνοηθεί η θεσμοθέτηση ευέλικτων μορφών εργασίας για τους αναπήρους, οι οποίες θα αντανακλούν της ήδη υπάρχουσας επιδοματικής ενίσχυσης, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι οι συγκεκριμένοι πολίτες, τελούν υπό καθεστώς ευημερίας, έχουν ίδια δικαιώματα και ευκαιρίες και ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός οδεύει πλέον στον παρελθόν.